απόσμηξις

απόσμηξις
(-εως) η мед. промывка, чистка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "απόσμηξις" в других словарях:

  • ἀπόσμηξις — wiping fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσμήξει — ἀπόσμηξις wiping fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποσμήξεϊ , ἀπόσμηξις wiping fem dat sg (epic) ἀπόσμηξις wiping fem dat sg (attic ionic) ἀποσμήχω to be smeared with aor subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόσμηξιν — ἀπόσμηξις wiping fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόσμηξη — η (Α ἀπόσμηξις) [αποσμήχω] καθαρισμός …   Dictionary of Greek

  • ἀποσμήξεως — ἀποσμήξεω̆ς , ἀπόσμηξις wiping fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσμήξῃ — ἀποσμήξηι , ἀπόσμηξις wiping fem dat sg (epic) ἀποσμήχω to be smeared with aor subj mid 2nd sg ἀποσμήχω to be smeared with aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»